μαγεριά

μαγεριά
η
1) количество продуктов на один обед;

μας έμειναν φασόλια γιά μιά μαγεριά — у нас осталось фасоли на один обед;

2) еда, кушанье

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "μαγεριά" в других словарях:

  • μαγεριά — η (Μ μαγερία και μαγερεία) βλ. μαγειρειά …   Dictionary of Greek

  • μαγειρειά — και μαγερειά και μαγειριά και μαγεριά, η (AM μαγειρεία, Μ και μαγερία και μαγερεία) [μαγειρεύω] μαγείρευμα, μαγειρεμένο φαγητό νεοελλ. η ποσότητα τών τροφίμων που αρκεί για την παρασκευή ενός γεύματος («έχω ακόμη μια μαγερειά φασόλια») νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • κουμπαριά — η [κουμπάρος] 1. η συγγενική σχέση τού κουμπάρου, δηλ. τού αναδόχου ή τού παρανύμφου. και τής οικογένειας βαφτισμένου ή παντρεμένου από αυτόν 2. παροιμ. «χύθηκε η μαγεριά μας, χάθηκε η κουμπαριά μας» για δεσμούς που εξαρτώνται από το συμφέρον …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»